Nahrungsmittel - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Nahrungsmittel - translation to Αγγλικά


Nahrungsmittel         
n. aliment, food, foodstuff, comestible
foodborne      
adj. in Nahrungsmittel vorkommend, aus Nahrungsmittel stammend
aliment      
n. Nahrungsmittel; Wohlfahrtspflege, Ermutigung

Βικιπαίδεια

Nahrungsmittel
Nahrungsmittel bezeichnet Lebensmittel, die vorwiegend der Ernährung des Menschen dienen (siehe auch Nahrung), Makronährstoffe (Proteine, Kohlenhydrate und Lipide) enthalten und somit dem Menschen Energie zuführen. Nahrungsmittel unterscheiden sich insofern von Trinkwasser, das auch zu den Lebensmitteln gehört.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Nahrungsmittel
1. Kleidung und Nahrungsmittel würden zur Verfügung gestellt.
2. Er brachte den Bürgern Trinkwasser und Nahrungsmittel.
3. Benötigt würden Decken, Trinkwasser und Nahrungsmittel.
4. Weiterhin würden Wasser und Nahrungsmittel benötigt.
5. Es fehlen Medikamente, Nahrungsmittel, sauberes Trinkwasser.